-
1 место
мест||ос1. ὁ τόπος, ὁ χώρος, τό μέρος / ἡ θέση [-ις] (тж. в театре)/ ἡ τοποθεσία (тк. местность):рабочее \место ὁ τόπος ἐργασίας· \место отдыха ὁ τόπος ἀνάπαυσης· \место происшествия ὁ τόπος ὀπου συνέβη κάτι· \место назначения ὁ τόπος προορισμού· \место рождения ὁ τόπος γεννήσεως· родные \местоа ἡ πατρίδα, τά πατρικά χώματα· живописные \местоа γραφικές τοποθεσίες· голое \место γυμνός τόπος· бесплатные \местол οἱ δωρεάν θέσεις· общественные \местоа οἱ δημόσιοι χώροι· уступить \место кому́-л. παραχωρώ τή θέση μου σέ κάποιον занимать \место а) (в пространстве) πιάνω τόπον, б) (в театре и т. ἡ.) πιάνω θέση· на \местоеч ἐπί τόπου· по \местоам1 (команда) λάβετε θέσεις!· с \местоа на \место ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο·2. (в книге и т. ἡ.) τό χωρίον3. (должность, служба) ἡ θέση[-ις]. ἡ ὑπηρεσία, τό πόστο:получить хорошее \место διορίζομαι σέ καλή θέση·4. (багажное) τό δέμα ἀποσκευών ◊ детское \место анат. τό ὕστερο[ν], τό ἀκόλουθο· общее \место ἡ κοινοτοπία· больное \место перен τό εὐαίσθητο σημείο, τό 'αδύνατο μέρος· отхо́жее \место ὁ ἀπόπατος, τό ἀποχωρητήριο· \место заключения ἡ είρκτή, ἡ φυλακή· иметь \место συμβαίνω, λαμβάνω χὠ-ραν не находить себе \местоа δέν μέ χωρεί ὁ τόπος· знать свое \место ἔχω τό γνώθι σαὐ-τόν поставить кого́-л. на \место βάζω κάποιον στή θέση του· на моем \местое στή θέση μου· на \местое преступления στον τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ἐπ' αὐτοφόρω· у́зкое \место τό ἀδύνατο σημείο· пустое \место (о человеке) σάν νά μήν ὑπάρχει· к \местоу στήν κατάλληλη στιγμή· говорить не к \местоу μιλώ ἄστοχα· \местоами ἐδῶ κι· ἐκεϊ· здесь не \место говорить об э́том δέν εἶναι τόπος ἐδῶ νά μιλάμε γι ' αὐτό· ни с \местоа! ὁδτε Ρήμα, μή κουνηθείς!· власть на \местоах ἡ τοπική ἐξουσία, οἱ ντόπιες ἀρχές. -
2 назначение
назначение с 1) ο καθορισμός 2) (врачебное) η εντολή, η συνταγή 3) (на должность) ο διορισμός ◇ место \назначениея о τόπος προορισμού* * *с1) ο καθορισμός2) ( врачебное) η εντολή, η συνταγή3) ( на должность) ο διορισμός••ме́сто назначе́ния — ο τόπος προορισμού
-
3 назначение
назнач||ениес1. (срока, цена и т. п.) ὁ καθορισμός·2. (на должность и т. п.) ὁ διορισμός·3. (врачебное) ἡ ἐντολή, ἡ συνταγή·4. (цель) ὁ προορισμός:поезд особого \назначениеения τραίνο εἰδικού προορισμοῦ· место \назначениеения ὁ τόπος προορισμοῦ. -
4 назначение
-я ουδ.1. καθορισμός.2. διορισμός.3.,υπόδειξη•по -го врача με υπόδειξη του γιατρού.
4. προορισμός•пользовать по -го χρησιμοποιώ σύμφωνα με τον προορισμό.
εκφρ.место -я – τόπος προορισμού•для особого -я – ειδικού προορισμού. -
5 место
1. (пространство, местность) о τόπος, το μέρος, ο χώρος 2. (пункт, пространство) το σημείο, το μέρος, ο χώρος, ο τόπος, η θέση. видимое астр. - ορατό -геометрическое - точек прикосновения η γεωμετρική θέση των σημείων επαφήςдействительное (нвг.) - πραγματικό -истинное астр. - πραγματικό -посадочное (маш.мех.) - εφαρμογήςсидячее (трансп.) - το κάθισμαспальное - мор. η κλίνηсреднее - астр. μέσο -3. (отдельная часть багажа, груза) η θέση 4. (положение, должность, служба, вакансия) η θέση, το πόστο 5. мед.детское - о πλακούς, ο πλακούνταςτο ύστερο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > место
-
6 пункт
1. (место, связанное с каким-л. действием, событием, используемое для чего-л.) το σημείο, το μέροςтриангуляционный - см. тригпунктузловой - ж.-д. о κόμβος2. (раздел документа или текста, обозначенный номером или буквой) η παράγραφος, το μέροςкульминационный - το κατακόρυφο σημείο, η κορύφωσητο κορύφωμα, ο κολοφών3. (помещение, приспособленное для какой-л. работы, занятий, операций) о σταθμός, ο τόπος, το μέρος, το κέντρο* - приёма (тлг.) το κέντρο λήψηςремонтный - το κέντρο/μαγαζί επιδιορθώσεων/επισκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пункт
См. также в других словарях:
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
ταχυδρομικός — ή, ό, θηλ. και ταχυδρομικός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομικό κατάστημα» β. «ταχυδρομικός υπάλληλος») 2. αυτός που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο («ταχυδρομική επιταγή» χρηματικό έμβασμα που διαβιβάζεται με το… … Dictionary of Greek
μετοικία — μετοικία, ἡ (ΑΜ) [μετοικώ] 1. αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας, μετοίκηση 2. το να φεύγει κάποιος από τον τόπο διαμονής του και να εγκαθίσταται σε ξένη χώρα ως μέτοικος νεοελλ. η μετανάστευση και η προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση αλλοεθνών… … Dictionary of Greek
σκάλα — I (Scala). Περίφημο λυρικό θέατρο του Μιλάνου. Χτίστηκε το 1778 από τον Γκιουζέπε Πιερμαρίνι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Σάντα Μαρία αλά Σκάλα και σε αντικατάσταση της παλιάς δουκικής σκηνής, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τόσο για το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Λάμπεθ — (Lambeth). Πόλη (266.170 κάτ. το 2001) της Αγγλίας, στην κομητεία του μητροπολιτικού Λονδίνου. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Τάμεση, απέναντι από το Γουέστμινστερ. Εκεί βρίσκεται το ανάκτορο του Λ., τόπος διαμονής των αρχιεπισκόπων του… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek